- ταλασήϊος
- τᾰλᾰσ-ήϊος, ἡ, ον, [dialect] Ep. word,A of wool-spinning, τ. ἔργα, = ταλασία, A.R.3.292; ταλασήϊος ἱδρώς caused by spinning, Nonn.D.6.142.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταλασήιος — of wool spinning fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασήϊος — ΐα, ον, ΜΑ φρ. «ταλασήϊος ίδρώς» ιδρώτας που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει κανείς κατά την ταλασιουργία* αρχ. (επικ. τ.) 1. ταλασιουργικός* 2. κατάλληλος για ταλασιουργία* 3. φρ. «ταλασήϊα ἔργα» η ταλασιουργία* (Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ταλασήιον — ταλασήιος of wool spinning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάσιος — ον, Α [ταλασία] ταλασήϊος* … Dictionary of Greek